- συγκαταπαίξας
- συγκαταπαίξᾱς , συγκαταπαίζωjestaor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκαταπαίζω — Α κάνω μαζί με άλλον ή συγχρόνως με κάτι άλλο λόγο για κάτι με αστεία φράση («τὸ Αἰθέρα, Διὸς δωμάτιον, καθ οὗ Ἀριστοφάνης ἔπαιξε, συγκαταπαίξας ἅμα καὶ τὸ Χρόνου πόδα», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταπαίζω «περιπαίζω, αστειεύομαι»] … Dictionary of Greek